Απόστολος Πιερρής
Η Τραγωδία του 1821
24 Μαρτίου 2021
Αἱ Εὐχαί
Τῆς
θαλάσσης καλῂτερα
φουσκωμένα
τὰ κύματα
‘να
πνίξουν τὴν πατρίδα μου
ὡσὰν
ἀπελπισμένην,
ἔρημον βάρκαν.
‘Σ
τὴν στεριὰν, ‘ς τὰ νησία
καλῂτερα
μίαν φλόγα
‘να
ἰδῶ παντοῦ χυμένην,
τρώγουσαν
πόλεις, δάση,
λαοὺς καὶ ἐλπίδας.
Καλῂτερα,
καλῂτερα
διασκορπισμένοι
οἱ Ἕλληνες
‘να
τρέχωσι τὸν κόσμον,
με’
ἐξαπλωμένην χεῖρα
ψωμοζητοῦντες∙
Παρὰ
προστάτας ‘νἄχωμεν.
Μὲ
ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
πλούτη
ἤ μεγὰλα ὀνόματα,
μὲ
ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
σκήπτρων ἀκτῖνες.
Ἄν
ὁπόταν πεθαίνῃ
πονηρὸς
βασιλεὺς
ἔσβυν’
ἡ νύκτα ἕν’ ἄστρον,
ἤθελον
μείνει ὀλίγα
οὐράνια φῶτα.
Τὸ
χέρι ὁποῦ προσφέρετε
ὡς
προστασίας σημεῖον
εἰς
ξένον ἔθνος, ἔπνιξε
καὶ
πνίγει τοὺς λαούς σας,
πάλαι καὶ ἀκόμα.
Πόσοι
πατέρες δίδουσιν,
ὄχι
ψωμὶ, φιλἠματα
ς’
τὰ πεινασμένα τέκνα τους,
ἐν
ᾧ λάμπουν ‘ς τὰ χείλη σας
χρυσᾶ ποτήρια!
Ὅταν
ὑπὸ τὰ σκῆπτρά σας
νέους
λαοὺς καλεῖτε,
νέους
ἱδρῶτας θέλετε
ἐσεῖς
διὰ ‘να πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,
Τὰ
ξίφη ὁποῦ φυλάγουσι
τὰ
τρέμοντα βασίλειά σας,
τὰ
ξίφη ὁποῦ τρομάζουσι
τὴν
ἀρετὴν, καὶ σφάζουσι
τοὺς λειτουργούς της.
Θέλετε
θησαυροὺς
πολλοὺς
διὰ ‘νἀγοράσητε
κρότους
χειρῶν καὶ ἐπαίνους,
καὶ
τ’ ἄπιστον θυμίαμα
τῆς κολακείας.
Ἡμεῖς
διὰ τὸν σταυρὸν
ἀνδρείως
ὑπερμαχόμεθα
καὶ
σεῖς ἐβοηθήσατε
κρυφὰ
τοὺς πολεμοῦντας
σταυρὸν καὶ ἀλήθειαν.
Διὰ
‘να θεμελιώσητε
τὴν
τυραννίαν τιμᾶτε
τὸν
σταυρὸν εἰς τὰς πόλεις σας,
καὶ
αὐτὸν ἐπολεμήσατε
εὶς τὴν Ἑλλάδα.
Καὶ
τώρα εἰς προστασίαν μας
τὰ
χέρια σας ἁπλόνετε!
τραβήξετέ
τα ὀπίσω∙
βλέπει
ὁ θεὸς καὶ ἀστράπτει
διὰ τοὺς πανούργους.
Ὅταν
τὸ δένδρον νέον
ἐβασάνιζον
οἱ ἄνεμοι,
τότε
βοήθειαν ἤθελεν.
ἐνδυναμώθη
τώρα
φθάνει ἡ ἰσχύς του.
Τὸ
ξῖφος σφἰξατ’ Ἕλληνες –
τὰ
ὀμμάτια σας σηκώσατε –
ἰδοὺ
- εἰς τοὺς οὐρανοὺς
προστάτης
ὁ θεὸς
μόνος σᾶς εἶναι.
Καὶ
ἄν ὁ θεὸς καὶ τ’ ἅρματα
μᾶς
λείψωσι, καλῂτερα
πάλιν
‘να χρεμετίσωσι
‘ς
τὸν Κυθερῶνα Τούρκων
ἄγριαι φοράδες,
Παρὰ…
Αἴ, ὅσον εἶναι
τυφλὴ
καὶ σκληροτέρα
ἡ
τυραννὶς, τοσοῦτον
ταχυτέρως ἀνοίγονται
σωτήριοι θύραι.
Δὲν
μὲ θαμβόνει πάθος
κἀνένα∙
ἐγὼ τὴν λύραν
κτυπάω,
καὶ ὁλόρθος στέκομαι
σιμὰ
εἰς τοῦ μνήματός μου
τ’
ἀνοικτὸν στόμα.
Ανδρέας Κάλβος, Λυρικά, Ωδή έκτη, 1826
Τα «Λυρικά», η δεύτερη συλλογή
Ωδών του Κάλβου, εκδίδεται στο Παρίσι στις αρχές του 1826. (Η πρώτη, «Λύρα»,
είχε τυπωθεί στην Γενεύη το 1824). Στην προτασσόμενη της Παρισινής εκδόσεως
επιστολή προς τον στρατηγό Lafayette
προαναγγέλει ο ποιητής την κάθοδόν του στην Ελλάδα για τον αγώνα: Je quitte la France avec regret; mon
devoir m’ appelle
dans ma patrie, pour
exposer un coeur de plus au fer des Musulmans….
Ο στα πολιτιστικά κέντρα της Ευρώπης ανυμνούμενος «νέος Πίνδαρος» έρχεται στην Ελλάδα, μετά από την θριαμβευτική δημοσίευση των Ωδών του, το καλοκαίρι του 1826. Πηγαίνει στο Ναύπλιο, στην «πρωτεύουσα». Και συναντά την απόλυτη σήψη της ηρωικής Επανάστασης.